Ένας από τους πιο δροσιστικούς καρπούς του καλοκαιριού
είναι αυτός του φυτού της καρπουζιάς. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα αποτελεί η
συνήθως ερυθρόχρωμη ιδιαιτέρως απολαυστική πλούσια υδαρής σάρκα του η οποία
μπορεί να καταναλώνεται κυρίως υπό τη μορφή δροσιστικού φρούτου,
αναψυκτικού,
ποτού ή ελαφρού φαγητού με τη συνοδεία του περίφημου τυριού της φέτας.
Το επιστημονικό όνομά του είναι Κίτρουλλος εριώδης
(Citrullus lanatus) και ανήκει στην οικογένεια των Κολοκυνθοειδών
(Cucurbitaceae). Η νεοελληνική ονομασία του είναι υδροπέπων. Άλλες ονομασίες
που το χαρακτηρίζουν είναι Σίκυς ο υδροπέπων, πατιχιά, πατισχιά, πατίχα ή
σαρακινοπέπονο. Κατάγεται από την κεντρική αφρικανική ήπειρο.
Σήμερα καλλιεργείται παγκοσμίως σε μεγάλες εκτάσεις, αλλά
το καλλιεργούσαν εντατικά ήδη από την Αρχαιότητα κυρίως στην Αίγυπτο. Όσον
αφορά στους Αρχαίους Έλληνες ενδεχομένως να γνώριζαν την ύπαρξή του (πχ
Γαληνός) και ίσως να το ονόμαζαν μηλοπέπων, παρ’ όλο που αρκετοί μελετητές
διχογνωμούν ως προς τον εννοιολογικό προσδιορισμό της λέξεως.
Υπάρχουν αρκετές ποικιλίες αλλά άξιες αναφοράς είναι 5:
Η τσινκουαντίνα, η οποία χαρακτηρίζεται από παχιά φλούδα
και σάρκα όχι πολύ γλυκιά
Η ρομανιόλα ή Γαλλική, της οποίας η φλούδα έχει μεσαίο
πάχος και εξωτερικά έχει χρωματικές
λωρίδες πράσινες και μαυριδερές
Η λομβαρδική, χαρακτηρίζεται από το μεγάλο της καρπό τη
λεπτή φλούδα τη σακχαρώδη σάρκα και τους πολυάριθμους σπόρους και είναι
ελάχιστα παραγωγική
Η Κλοντλάικ, μέσο - όψιμη με μεγάλο και μακρουλό καρπό
λεπτή φλούδα και ανθεκτική στις μεταφορές
Η μπέιμπι σούγκαρ, η οποία είναι πρώιμη με μεγάλο καρπό
Στην Ελλάδα καλλιεργούνται κυρίως τρείς ποικιλίες: η
λευκόσαρκη, η μοσχάτη και η κοινή (ερυθρόσαρκη)
Η καλλιέργειά του στην Ελλάδα ξεκινάει από τις αρχές της
άνοιξης έως τις αρχές του καλοκαιριού. Είναι μια ετήσια καλλιέργεια με βλαστό
έρποντα και φύλλα μεγάλα και χνουδωτά. Τα άνθη της βγαίνουν 6 με 7 εβδομάδες
από την βλάστηση του σπόρου και πρόκειται συνήθως για μονήρη άνθη. Πρώτα
εμφανίζονται τα αρσενικά και μετά τα θηλυκά. Τα φυτά είναι αυτόγαμα. Η
επικονίαση γίνεται με έντομα.
Ασθένειες
Δυστυχώς, το φυτό της καρπουζιάς είναι επιρρεπές σε
φυτοπαθολογικά προβλήματα εξ αιτίας διαφόρων ασθενειών και κυρίως αυτών που
σχετίζονται με το έδαφος ως προς την προέλευσή τους. Η πιο καταστροφική
προσβολή η οποία είναι σε θέση ακόμα και να εξολοθρεύσει μία παραγωγική
καλλιέργεια θα υποστηρίζαμε ότι αποτελεί η ανδρομύκωση του φουζαρίου.
Φουζάριο σε καρπουζιά
Το φουζάριο είναι ένας μύκητας ο οποίος κυρίως φράσσει τα
αγγεία του φυτού εμποδίζοντας την τροφοδοσία των υπέργειων τμημάτων σε νερό και
θρεπτικά στοιχεία με επίπτωση συνήθως την ολοκληρωτική καταστροφή της
καρπουζιάς. Εάν κάποια φυτά γλιτώσουν από την ασθένεια πιθανώς θα επιτύχουν μία
υποβαθμισμένη ποιοτικά και ποσοτικά παραγωγή καρπουζιών. Για αυτό καλό θα ήταν
να αποφεύγουμε να καλλιεργούμε δύο συνεχόμενες καλλιεργητικές περιόδους φυτά
καρπουζιάς στο ίδιο χωράφι εάν θέλουμε να έχουμε μεγάλη παραγωγή. Επιπροσθέτως,
αξιοσημείωτη ζημία, αλλά σε μικρότερη έκταση, μπορεί να προξενήσει η προσβολή
από φυτοπαθογόνο νηματώδη.
Καλλιέργεια
Η καρπουζιά προτιμά αφράτα και ηλιόλουστα εδάφη
προσχωσιγενή πλούσια και κατά προτίμηση καλά αποσυντιθέμενες οργανικές ουσίες.
Δεν πρέπει η καλλιέργεια να παρατείνεται στο ίδιο μέρος για πάνω από ένα έτος.
Είναι απαραίτητη η καλή λίπανση με φώσφορο και κάλιο. Το
δεύτερο ευνοεί στο μεταβολισμό των σακχάρων με συνέπεια γλυκά και εύγευστα
καρπούζια.
Η σπορά γίνεται μεταξύ Απριλίου και Μαΐου με το φύτεμα
3-4 σπόρων ανά τρύπα στην οποία ύστερα μπαίνει καλά χωνεμένη κοπριά και χώμα
ανακατεμένο ακολουθεί ένα καλό πότισμα.
Κατά τη διάρκεια της καλλιέργειας πρέπει να γίνει
αντιμετώπιση των ζιζανίων με χημικά μέσα η με το παραδοσιακό βοτάνισμα. Για τα
φυτά μας το πότισμα είναι απαραίτητο όμως χρειάζεται πολύ προσοχή γιατί είναι
απαραίτητο να γίνετε μετά την ανατολή του ηλίου ή νωρίς το πρωί. Είναι επίσης
απαραίτητο το κορφολόγημα του κεντρικού βλαστού και των πλευρικών για να
μειώσουμε των αριθμό καρπών ανά φυτό.
Καλό είναι να γίνεται και μια λίπανση επιφανείας γιατί η
καρπουζιά είναι πολύ απαιτητικό φυτό.
Η συγκομιδή γίνεται σταδιακά από τον Ιούλιο ως και τον
Αύγουστο τις βραδινές ώρες μια ένδειξη ωριμάνσεως είναι η απώλεια της γυαλάδας
του καρπού. Προσοχή ο καρπός πρέπει να αφαιρείται χωρίς τον ποδίσκο.
Απαιτήσεις σε νερό
Το καρπούζι αποτελείται κατά 90% από νερό, οπότε η
επάρκεια νερού είναι καθοριστική κατά την ανάπτυξη του φυτού και του καρπού.
Έλλειψη νερού μπορεί να προκαλέσει κενά στον αγρό και μείωση της φυλλικής
επιφάνειας και κυρίως της σοδειάς. Η επάρκεια νερού είναι σημαντική κατά τη
βλαστική ανάπτυξη αλλά τελείως καθοριστική κατά την περίοδο της ανθοφορίας και
της ανάπτυξης του καρπού. Η συχνότητα και η διάρκεια της άρδευσης εξαρτάται
κυρίως από τις καιρικές συνθήκες, τον τύπο του εδάφους και από μερικές
εδαφογενείς ασθένειες, κυρίως μετά τη δωδέκατη εβδομάδα.
Οι περισσότεροι αγροί καρπουζιού αρδεύονται με ψεκασμό.
Αυτό μπορεί να είναι ένα σύστημα που αποτελείται από έναν κεντρικό άξονα, (πολύ
αποτελεσματικό για αγρούς με ορθογώνιο σχήμα) ή με ένα μεγάλο μεταφερόμενο
σωλήνα ή με ένα σταθερό σύστημα από φορητούς σωλήνες . Επίσης, η στάγδην
άρδευση είναι μια διαδεδομένη μέθοδος στους αγρούς καρπουζιού. Αυτή η μέθοδος
είναι πολύ αποτελεσματική για φυτά που καλλιεργούνται με πλαστική κάλυψη. Με
την στάγδην άρδευση χρησιμοποιείται 40% λιγότερο νερό, φυτρώνουν λιγότερα
ζιζάνια, και επιτυγχάνονται πρωιμότερες σοδειές. Η άρδευση πρέπει να γίνεται
2-3 φορές την εβδομάδα (σε ευνοϊκές καιρικές συνθήκες) με 15,25-24,4 cm3 να χορηγούνται σε κάθε
άρδευση. Ο κύριος στόχος της άρδευσης είναι να διατηρήσει την εδαφική υγρασία
σε όλες τις περιόδους αλλά χωρίς να γίνει κατάκλιση.
Διαμόρφωση
Οι μίσχοι της καρπουζιάς πρέπει να αναστραφούν ή να
προσαρμοστούν οι καταβολάδες στην κατάλληλη κατεύθυνση. Μ΄ αυτό τον τρόπο
διατηρούνται καθαρά τα αυλάκια για να
διευκολύνεται η κίνηση και η καλλιέργεια ανάμεσα στα φυτά χωρίς να πληγώνονται
οι μίσχοι. Αυτή η διαμόρφωση πρέπει να γίνει πριν οι καταβολάδες εγκατασταθούν
με ρίζες και πρέπει να γίνει μια φορά σε κάθε καταβολάδα ώστε να αποφευχθούν
ζημιές και στριφογυρίσματα του μίσχου.
Κλάδεμα
Τα φυτά του καρπουζιού πρέπει να κλαδεύονται για αποφυγή
υπερβολικής καρπόδεσης έτσι ώστε να παραμείνει ο σωστός αριθμός καρπών με το
κατάλληλο εμπορικό μέγεθος. Με το πρώτο κλάδεμα απομακρύνονται όλοι οι
κακοσχηματισμένοι (μη εμπορικοί) καρποί ενώ με το δεύτερο απομακρύνονται όλοι
οι καρποί που σχηματίστηκαν όψιμα ώστε να αυξηθούν σε μέγεθος αυτοί που θα
απομείνουν. Μετά το κλάδεμα πρέπει να υπάρχουν δυο καρποί ανά μίσχο.
Μέθοδοι πολλαπλασιασμού
Ο πολλαπλασιασμός της καρπουζιάς μπορεί να επιτευχθεί
είτε με το σπόρο είτε με μοσχεύματα. Η φύτευση γίνεται συνήθως με το χέρι σε
υπερυψωμένες κλίνες που λέγονται λόφοι, ή μηχανικά σε αυλάκι σποράς. Η φύτευση
πρέπει να γίνεται όταν το έδαφος είναι υγρό.
Σπόρος
Ο σπόρος του καρπουζιού φυτρώνει σε θερμοκρασίες μεταξύ
200C -350C. Η σπορά πρέπει να καθυστερείται ώσπου να περάσει ο κίνδυνος
παγετού. Όταν γίνει νωρίτερα, πολλοί
παραγωγοί συμπληρώνουν την πρώτη σπορά με μια δεύτερη 7-10 μέρες αργότερα
δεδομένου ότι κάποιοι σπόροι θα χαθούν από το ψύχος. Αυτή είναι μια δαπανηρή
μέθοδος όταν χρησιμοποιούνται υβρίδια και δεν αντισταθμίζεται με τα έσοδα από
τα πρώιμα καρπούζια.
Μοσχεύματα
Τα μοσχεύματα χρησιμοποιούνται συχνότερα επειδή ο σπόρος
κοστίζει πολύ. Όταν επιδιώκεται πρώιμη
παραγωγή, ο παραγωγός μπορεί να χρησιμοποιήσει μοσχεύματα οπότε αρχίζει την
παραγωγή 2-3 εβδομάδες νωρίτερα σε σχέση με τους παραγωγούς που χρησιμοποιούν
σπόρο. Υπάρχουν διάφορες φροντίδες κατά
την χρησιμοποίηση μοσχευμάτων. Όταν χρησιμοποιούνται μοσχεύματα είναι σημαντικό
να επιβεβαιωθεί ότι το πολλαπλασιαστικό υλικό είναι σε ηλικία μικρότερο των
επτά εβδομάδων. Η επιτυχία εξαρτάται από τέσσερις παράγοντες: εμπορικός σπόρος
απαλλαγμένος από ζιζάνια, έντομα και ασθένειες, επάρκεια νερού και
θερμοκρασίας, επάρκεια φωτισμού υψηλής ποιότητας και 3-4 μέρες περίοδος
σκλήρυνσης.
Ένας επιπρόσθετος παράγοντας είναι ότι τα καρπούζια
παθαίνουν μεταφυτευτικό σοκ και δεν πρέπει να διαταράσσονται. Γι’ αυτό το λόγο
τα μοσχεύματα θα πρέπει να μεταφέρονται στους αγρούς στις ίδιες κλούβες μέσα
στις οποίες αναπτύσσονται και οι οποίες πρέπει να είναι αρκετά μεγάλες ώστε να
μην περιορίζεται το ριζικό τους σύστημα.
Κάλυψη με πλαστικό
Η κάλυψη με μαύρο πολυαιθυλένιο μπορεί να παρέχει πολλά
πλεονεκτήματα στην καλλιέργεια του καρπουζιού, τα οποία είναι: μείωση των
εξόδων για την καταπολέμηση πρώιμων ζιζανίων, βελτίωση της πρώιμης ανάπτυξης
και εγκατάστασης της καλλιέργειας, μπορεί επίσης να αυξήσει την δράση των
νηματοδοκτόνων, ελαχιστοποιεί την διήθηση των διαλυτών στοιχείων κατά τη
διάρκεια ισχυρών βροχοπτώσεων και διατηρεί ένα πιο ομοιόμορφο επίπεδο υγρασίας
μεταξύ των αρδεύσεων.
Επικονίαση
Tα φυτά του καρπουζιού παράγουν ξεχωριστά αρσενικά και
θηλυκά άνθη στον ίδιο βλαστό. Ένα θηλυκό άνθος μπορεί εύκολα να αναγνωριστεί
από τη διόγκωση στη βάση του, η οποία μοιάζει με ένα μικροσκοπικό καρπούζι.
Κανονικά το θηλυκό άνθος πρέπει να συναντάται κάθε επτά με δέκα γόνατα. Γι’
αυτό το λόγο τα φυτά παράγουν περίπου δεκαπλάσια αρσενικά άνθη σε σχέση με τα
θηλυκά. Επικονίαση είναι η μεταφορά της γύρης από το αρσενικό άνθος στο θηλυκό.
Η γύρη πρέπει να μεταφέρεται από άνθος σε άνθος με τα έντομα-επικονιαστές,
κυρίως με τις μέλισσες. Για κατάλληλη επικονίαση ένα θηλυκό άνθος πρέπει να
δεχτεί πάνω από οχτώ επισκέψεις μελισσών. Αν δεν τοποθετηθεί αρκετή γύρη σε
κάθε θηλυκό άνθος, η καρπουζιά είτε δεν
θα παράγει καρπούς, είτε θα είναι κακοσχηματισμένοι και πιθανώς θα αφαιρεθούν
κατά τη συγκομιδή. Και οι δυο αυτές περιπτώσεις καταλήγουν σε μείωση της
σοδειάς και της ποιότητας. Τα θηλυκά φυτά που δεν δένουν κανονικά χάνουν το
πράσινο χρώμα τους, συρρικνώνονται, συχνά γίνονται μαύρα και τελικά
αποβάλλονται (αποχωρίζονται από το μίσχο). Οι μέλισσες επισκέπτονται τα
καρπούζια κυρίως το πρωί, μια με δύο ώρες μετά την ανατολή του ήλιου μόλις τα
άνθη ανοίγουν. Οι επισκέψεις συνεχίζονται μέχρι το απόγευμα ανάλογα με τη
θερμοκρασία και τις υπόλοιπες καιρικές συνθήκες. Τα μέσα του μεσημεριού είναι
συνήθως η περίοδος που οι μέλισσες έχουν τη μέγιστη δραστηριότητα, εντούτοις
συννεφιασμένος, βροχερός καιρός ή άκαιρο ψύχος συνήθως περιορίζουν την
δραστηριότητα των μελισσών. Τα χαρακτηριστικά άνθη του καρπουζιού ανοίγουν μόνο
για μια μέρα και πρέπει να επικονιαστούν αποτελεσματικά αυτή τη μέρα για να
επιτευχθεί μια καλή σοδειά. Τα άνθη του καρπουζιού δεν είναι ελκυστικά προς τις
μέλισσες. Γι’ αυτό το λόγο τα ανθισμένα ζιζάνια ή τα άλλα φυτά μπορούν
ανταγωνιστούν τα καρπούζια. Όπου είναι δυνατόν πρέπει να καταστρέφονται ζιζάνια
τα οποία μπορεί να ανθίζουν συγχρόνως με τα φυτά του καρπουζιού.
Συγκομιδή
Η συγκομιδές αρχίζουν περίπου 30 μέρες μετά την πλήρη
άνθιση και συνεχίζονται για πολλές εβδομάδες με 3-4 κοψίματα σε διαστήματα των
3-5 ημερών. Τα καρπούζια πρέπει να συλλέγονται στο ώριμο στάδιο όπου η
περιεκτικότητα σε σάκχαρα είναι η μέγιστη. Η ωρίμανση στα καρπούζια είναι
δύσκολο να καθοριστεί επειδή ο καρπός δεν αποκολλάται από το μίσχο. Η σάρκα από
ένα χαρακτηριστικό κοκκινόσαρκο καρπούζι αλλάζει από το άγουρο ροζ χρώμα στο
κόκκινο της ωρίμανσης, και μετά περνάει στην υπερωρίμανση μέσα σε διάστημα
10-14 μέρες .
Οι παραγινωμένοι καρποί έχουν υδαρή, μαλακή υφή και λίγα
σάκχαρα. Γενικά, ο καρπός έχει ωριμάσει όταν ο καρπός που χτυπιέται ελαφρά με
τον αντίχειρα βγάζει υπόκωφο ήχο, ο πιο κοντινός στον καρπό έλικας νεκρώνεται
και οι λεπτές τρίχες στο μίσχο εξαφανίζονται.. Επιπρόσθετες ενδείξεις για την
ωριμότητα είναι η αλλαγή του χρώματος των κηλίδων από γκρίζο-άσπρο σε ανοιχτό
πράσινο. Ο φλοιός γίνεται σκληρός για να σχιστεί με το νύχι και οι άκρες
στρογγυλεύουν. Όταν ωριμάζουν εμφανίζεται ένα σκονισμένο κάλυμμα δίνοντας στον
καρπό μια θαμπή εμφάνιση και τραχιά
αίσθηση.
Μαζί με τις δυσκολίες προσδιορισμού του χρόνου συγκομιδής
υπάρχουν και άλλες δυσκολίες που σχετίζονται με τη συγκομιδή των καρπουζιών. Αν
ο αγρός έχει δεχθεί άφθονο νερό, τα καρπούζια μπορεί να ραγίσουν, ιδιαίτερα αν
συγκομίζονται πρωί όταν είναι «πρησμένα». Οι πιθανότητες να σπάσουν μπορούν να
μειωθούν αν η συγκομιδή γίνει το απόγευμα και αν οι καρποί κόβονται αντί να
τραβιούνται. Στοιβάζοντας τα καρπούζια στην άκρη αντί στο τέλος επίσης
μειώνεται ο κίνδυνος να σπάσουν.
Τα καρπούζια αποθηκεύονται σε υψηλότερες θερμοκρασίες και
σε χαμηλότερη υγρασία σε σχέση με τα πεπόνια (10-15 °C, 90% σχετική υγρασία). Η
αποθήκευση για παρατεταμένες περιόδους κάτω από 10 °C μπορεί να οδηγήσει σε τραυματισμούς
λόγω ψύχους : για παράδειγμα, μια εβδομάδα στους 0 °C μπορεί να προκαλέσει
βαθουλώματα, απώλεια χρώματος και γεύσης. Στους 10-15 °C μπορούν διατηρηθούν
2-3 εβδομάδες μετά τη συγκομιδή. Εντούτοις το κόκκινο χρώμα βαθμιαία
αλλοιώνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου